τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… … Dictionary of Greek
τορύνη — τορύ̱νη , τορύνη stirrer fem nom/voc sg (attic epic ionic) τορυνάω pres imperat act 2nd sg (doric) τορυνάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τορυνάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТОРИНА — • Τορύνη (т. е. уполовник), коса в эпиротской области Феспротия. Plut. Ant. 62 … Реальный словарь классических древностей
θεατροτορύνη — θεατροτορύνη, ή (Α) (ως χλευαστ. επίθ. τής εταίρας Μελίσσης) η τορύνη, η κουτάλα τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + τορύνη] … Dictionary of Greek
τορύνω — Α 1. ανακατεύω με την κουτάλα 2. εγχαράσσω, τορνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. τής λ. τορύνη (Ι). Κατ άλλη, όμως, άποψη, η λ. τορύνη προήλθε από το ρ. τορύνω] … Dictionary of Greek
τορύνας — τορύ̱νᾱς , τορύνη stirrer fem acc pl τορύ̱νᾱς , τορύνη stirrer fem gen sg (doric aeolic) τορύ̱νᾱς , τορύνω stir up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) τορύνᾱς , τορυνάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
kʷeru- — kʷeru English meaning: to chew; to grind Deutsche Übersetzung: “kauen; zermalmen, mahlen (meal, flour and out of it Bereitetes)”? Material: O.Ind. cárvati “chews up, zermalmt”, participle cūrṇ a s, m. “fine dust, powder, meal,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
SALII — I. SALII German. populi qui et Franci dicuntur, quorum regio Franconia: Sidonius Apollin. Salius pede, falce Gelonus. Amm. Marcellin. l. 17. de Constantio scribens: Quibus paratis, petit primos omnium Francos, eos videlicet, quos consuetudo… … Hofmann J. Lexicon universale
ετνοδόνος — ἐτνοδόνος, ον (ΑΜ) αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + δονος (< δονώ), πρβλ. πολύ δονος] … Dictionary of Greek
πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek